- απροσωπόληπτος
- ος , ον беспристрастный, нелицеприятный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀπροσωπόληπτος — not respecting persons masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απροσωπόληπτος — η, ο (AM ἀπροσωπόληπτος, ον) [προσωποληπτώ] αυτός που δεν κάνει διακρίσεις, αμερόληπτος … Dictionary of Greek
απροσωπόληπτος — η, ο επίρρ. α αμερόληπτος, αντικειμενικός, δίκαιος: Σε κάθε ζήτημα που θα έκρινε, ήταν κριτής απροσωπόληπτος. Ουσ. απροσωποληψία, η αμεροληψία, αντικειμενικότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπροσωπολήπτως — ἀπροσωπόληπτος not respecting persons adverbial ἀπροσωπόληπτος not respecting persons masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροσωπόληπτον — ἀπροσωπόληπτος not respecting persons masc/fem acc sg ἀπροσωπόληπτος not respecting persons neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροσωπολήπτοις — ἀπροσωπόληπτος not respecting persons masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροσωπολήπτου — ἀπροσωπόληπτος not respecting persons masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροσωπολήπτους — ἀπροσωπόληπτος not respecting persons masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροσωπολήπτων — ἀπροσωπόληπτος not respecting persons masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροσωπολήπτῳ — ἀπροσωπόληπτος not respecting persons masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροσωπόληπτα — ἀπροσωπόληπτος not respecting persons neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)